- επικυρωτικός
- -ή, -ό [επικύρωση]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην επικύρωση («επικυρωτική πράξη»)2. αυτός που είναι υπέρ τής επικυρώσεως («επικυρωτική χειρονομία»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
επικυρωτικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που με αυτόν επικυρώνεται κάτι: Επικυρωτικό έγγραφο. 2. που επικυρώνει, που είναι υπέρ της επικύρωσης: Ψήφοι επικυρωτικοί της απόφασης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επισφραγιστικός — ή, ό (Μ ἐπισφραγιστικός, ή, όν) [επισφραγιστής] νεοελλ. αυτός που γίνεται για επισφράγιση, επιβεβαιωτικός, επικυρωτικός μσν. αυτός που σφραγίζει, ο αρμόδιος για την επισφράγιση. επίρρ... επισφραγιστικώς και ά με τρόπο που επιβεβαιώνει, που… … Dictionary of Greek
κυρωτικός — ή, ό (Α κυρωτικός, ή, όν) [κυρώ] αυτός που δίνει κύρος, νομική ισχύ, που επιφέρει κύρωση, επιβεβαιωτικός, επικυρωτικός («κυρωτικός νόμος») … Dictionary of Greek
προσκυρωτικός — ή, ό / προσκυρωτικός, ή, όν, ΝΜ [προσκυρῶ] αυτός που χρησιμεύει για προσκύρωση, ο επικυρωτικός … Dictionary of Greek
κυρωτικός — ή, ό επικυρωτικός, επιβεβαιωτικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)